χρονολόγιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χρονολόγιο | τα | χρονολόγια |
γενική | του | χρονολόγιου & χρονολογίου |
των | χρονολόγιων & χρονολογίων |
αιτιατική | το | χρονολόγιο | τα | χρονολόγια |
κλητική | χρονολόγιο | χρονολόγια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χρονολόγιο ουδέτερο
- (αστρονομία) κατάλογος που καταγράφει τη θέση διαφόρων ουρανίων σωμάτων σε κάποιο χρονικό διάστημα
- Το πληρέστερο αρχαιότερο μηχανικό χρονολόγιο που βρέθηκε στον ελλαδικό χώρο είναι ο Μηχανισμός των Αντικυθήρων. Το όνομα που του δόθηκε είναι βλακώδες αφού κι ο δονητής μηχανισμός είναι. Καταλληλότερη ονομασία θα ήταν: "Χρονολόγιο των Αντικυθήρων".
- κατάλογος που καταγράφει κάποια γεγονότα καθώς και τις ημερομηνίες που αυτά συνέβησαν
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στην αστρονομία
|