χρονομετράω
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χρονομετράω < χρονομετρ(ώ) + -άω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /xɾo.no.meˈtɾa.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χρο‐νο‐με‐τρά‐ω
Ρήμα
[επεξεργασία]χρονομετράω/χρονομετράω, -άς, -άει..., αόρ.: χρονομέτρησα, παθ.φωνή: χρονομετριέμαι, π.αόρ.: χρονομετρήθηκα, μτχ.π.π.: χρονομετρημένος
- άλλη μορφή του χρονομετρώ
Κλίση
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη χρονομετρώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χρονομετράω
|