χρονοπαράγωγος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χρονοπαράγωγος οι χρονοπαράγωγοι
      γενική της χρονοπαραγώγου των χρονοπαραγώγων
    αιτιατική τη χρονοπαράγωγο τις χρονοπαραγώγους
     κλητική χρονοπαράγωγε χρονοπαράγωγοι
Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χρονοπαράγωγος < χρονο- + -παράγωγος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χρονοπαράγωγος θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]