χρονοπρογραμματισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χρονοπρογραμματισμός < χρόνος + -ο- + προγραμματισμός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική scheduling → λείπει η ετυμολογία)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χρονοπρογραμματισμός αρσενικό
- ο προγραμματισμός εκτέλεσης ενεργειών ή εργασιών με καθορισμό της χρονικής έναρξης και διάρκειας ή λήξης τους → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χρονοπρογραμματισμός
Κατηγορίες:
- Επέκταση (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ελλείποντες ορισμοί
- Λήμματα με τουλάχιστον 20 γράμματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)