χρυσαλλίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χρυσαλλίδα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χρυσαλλίς[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /xɾi.saˈli.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χρυ‐σαλ‐λί‐δα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χρυσαλλίδα θηλυκό
- (εντομολογία) το δεύτερο στάδιο μεταμόρφωσης εντόμων, νύμφη
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ χρυσαλλίδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ελπίδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Εντομολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)