χρυσαμοιβός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χρυσαμοιβός < χρυσός και ἀμείβω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χρυσαμοιβός αρσενικό

  1. που διακινεί χρυσό, που κάνει συναλλαγές με χρυσό
  2. (μεταφορικά) που κάνει συναλλαγές σε ανθρώπινες ζωές, που εξαγοράζει τη ζωή με χρυσό
    χρυσαμοιβὸς δ᾽ Ἄρης σωμάτων καὶ ταλαντοῦχος ἐν μάχῃ δορὸς