χρυσαυγίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χρυσαυγίτης < Χρυσή Αυγή + -ίτης (για το θηλυκό: -ίτισσα)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χρυσαυγίτης αρσενικό
- (πολιτική): πολιτικός οπαδός, υποστηρικτής, ή βουλευτής της Χρυσής Αυγής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χρυσαυγίτης
|