χρυσεόδμητος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / χρυσεόδμητος τὸ χρυσεόδμητον
      γενική τοῦ/τῆς χρυσεοδμήτου τοῦ χρυσεοδμήτου
      δοτική τῷ/τῇ χρυσεοδμήτ τῷ χρυσεοδμήτ
    αιτιατική τὸν/τὴν χρυσεόδμητον τὸ χρυσεόδμητον
     κλητική ! χρυσεόδμητε χρυσεόδμητον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ χρυσεόδμητοι τὰ χρυσεόδμητ
      γενική τῶν χρυσεοδμήτων τῶν χρυσεοδμήτων
      δοτική τοῖς/ταῖς χρυσεοδμήτοις τοῖς χρυσεοδμήτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς χρυσεοδμήτους τὰ χρυσεόδμητ
     κλητική ! χρυσεόδμητοι χρυσεόδμητ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ χρυσεοδμήτω τὼ χρυσεοδμήτω
      γεν-δοτ τοῖν χρυσεοδμήτοιν τοῖν χρυσεοδμήτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χρυσεόδμητος < (χρυσός) χρυσεό- + δμητός (στη σημασία: οικοδομημένος)

Επίθετο[επεξεργασία]

χρυσεόδμητος, -ος, -ον

Πηγές[επεξεργασία]