χρυσοβήρυλλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χρυσοβήρυλλος | οι | χρυσοβήρυλλοι |
γενική | του | χρυσοβήρυλλου & χρυσοβηρύλλου |
των | χρυσοβήρυλλων & χρυσοβηρύλλων |
αιτιατική | τον | χρυσοβήρυλλο | τους | χρυσοβήρυλλους & χρυσοβηρύλλους |
κλητική | χρυσοβήρυλλε | χρυσοβήρυλλοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χρυσοβήρυλλος < ελληνιστική κοινή χρυσοβήρυλλος < αρχαία ελληνική χρῡσός + ελληνιστική κοινή βήρυλλος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /xri.soˈvi.ri.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χρυ‐σο‐βή‐ρυλ‐λος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χρυσοβήρυλλος αρσενικό
- (ορυκτολογία) ορυκτό οξείδιο του αργιλίου και του βηρυλλίου με χρυσές αποχρώσεις
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χρυσοβήρυλλος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ορυκτολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)