χρυσοκίτρινος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]χρυσοκίτρινος
- που έχει χρώμα κίτρινο προς το χρυσό
χρυσοκίτρινος (χρώμα):
- (ουσιαστικοποιημένο) χρυσοκίτρινο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χρυσοκίτρινος