χρυσοκόμης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χρυσοκόμης < χρυσός και κόμη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χρυσοκόμης αρσενικό ( & χρυσόκομος & δωρικός τύποςχρυσοκόμας)

  1. με χρυσά μαλλιά (επίθετο του Διόνυσου, του Απόλλωνα, του Έρωτα)
  2. με χρυσά στολίδια στο κεφάλι