χρυσομπάμπουρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χρυσομπάμπουρας | οι | χρυσομπάμπουρες |
γενική | του | χρυσομπάμπουρα | των | χρυσομπάμπουρων |
αιτιατική | τον | χρυσομπάμπουρα | τους | χρυσομπάμπουρες |
κλητική | χρυσομπάμπουρα | χρυσομπάμπουρες | ||
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη. | ||||
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χρυσομπάμπουρας < χρυσο- + μπάμπουρας
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χρυσομπάμπουρας αρσενικό
- (έντομο) το χρυσοσκάθαρο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χρυσομπάμπουρας
|