χρυσοστέφανος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χρυσοστέφανος < χρυσός και στεφάνη

Επίθετο[επεξεργασία]

χρυσοστέφανος,ος,ον

  1. χρυσοστεφανωμένος
    χρυσοστέφανος κόρη (Ευριπίδης)
  2. για άθλημα με έπαθλο του νικητή ένα στέμμα