χρυσοστέφανος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
χρυσοστέφανος,ος,ον
- χρυσοστεφανωμένος
- χρυσοστέφανος κόρη (Ευριπίδης)
- για άθλημα με έπαθλο του νικητή ένα στέμμα