χρυσοφαής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
χρυσοφαής, ής, ές
- που λάμπει σαν χρυσός
- χρυσοφάη θεράπαιναν Ἀφροδίτας ( Σαπφώ )
χρυσοφαής, ής, ές