χρυσοφεγγής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χρυσοφεγγής < χρυσός και φέγγος

Επίθετο[επεξεργασία]

χρυσοφεγγής, ής, ές

  • που λάμπει σαν τον ήλιο
  • τὸ χρυσοφεγγές, ὥς τις ἥλιος, σέλας (Αισχύλος)