χρυσοχοϊκή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

χρυσοχοϊκή

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του χρυσοχοϊκός
  2. η βιοτεχνία που ειδικεύεται στην επεξεργασία και χύτευση του χρυσού σε χρήσιμα καλλιτεχνικά αντικείμενα

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]