χρυσωρυχείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χρυσωρυχείο < (ελληνιστική κοινή) χρυσωρυχεῖον ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλικά gold mine ή γαλλικά mine d'or)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χρυσωρυχείο ουδέτερο
- ορυχείο χρυσού
- Η νοτιοαφρικανική μεταλλευτική εταιρεία Gold Fields, της οποίας ένα χρυσωρυχείο κοντά στο Γιοχάνεσμπουργκ έχει παραλύσει επί 15ήμερο εξαιτίας γενικής απεργίας, ανακοίνωσε την Τρίτη πως οι κινητοποιήσεις έχουν επεκταθεί και σε άλλο ορυχείο που εκμεταλλεύεται, στο κέντρο της χώρας. (*)
- (μεταφορικά) προσοδοφόρα οικονομική δραστηριότητα ή ενασχόληση
- (μεταφορικά) τόπος, πρόσωπο ή κατάσταση απ' τα οποία αντλούμε πολύτιμα και ενδιαφέροντα στοιχεία
- Η περιοχή είναι πραγματικό... χρυσωρυχείο για τους επιστήμονες, που ανακάλυψαν 1.068 νέα είδη τη δεκαετία 1997-2007. (*)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- για την εξήγηση της χρήσης του -ω- αντί του -ο- βλέπε το Παράρτημα: Γραμματική Νέας Ελληνικής Γλώσσας