χρυσόγονος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
χρυσόγονος, ος, ον
- γεννημένος στο χρυσάφι
- χρυσή γενεά
- ἐχυροῖσι πεποιθὼς στυφελοῖς ἐφέταις, χρυσογόνου γενεᾶς ἰσόθεος φώς. (Αισχύλος για τους Πέρσες, ως απογόνους του Περσέα με το χρυσή βροχή κ.λπ.)