χρυσόγονος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χρυσόγονος < χρυσός + -γονος

Επίθετο[επεξεργασία]

χρυσόγονος, ος, ον

  1. γεννημένος στο χρυσάφι
  2. χρυσή γενεά
    ἐχυροῖσι πεποιθὼς στυφελοῖς ἐφέταις, χρυσογόνου γενεᾶς ἰσόθεος φώς. (Αισχύλος για τους Πέρσες, ως απογόνους του Περσέα με το χρυσή βροχή κ.λπ.)