χρυσώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χρυσώνω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική χρυσ(ῶ) (συνηρημένος τύπος του χρυσόω) + -ώνω[1] < χρυσός
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /xɾiˈso.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χρυ‐σώ‐νω
Ρήμα
[επεξεργασία]χρυσώνω, αόρ.: χρύσωσα, παθ.φωνή: χρυσώνομαι, π.αόρ.: χρυσώθηκα, μτχ.π.π.: χρυσωμένος
- καλύπτω κάτι ή μια επιφάνεια με χρυσό
- στολίζω, μωρό ή το γαμπρό και τη νύφη με χρυσά κοσμήματα ή ποικίλματα για καλή τύχη
- χρωματίζω κάτι με χρυσό χρώμα
- (μεταφορικά) προσφέρω σε κάποιον πολύ μεγάλο χρηματικό ποσό
- (μεταφορικά) παρακαλώ κάποιον πάρα πολύ, ικετεύω
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- επιχρυσωμένος
- επιχρυσώνω
- επιχρύσωση
- χρύσωμα
- χρυσωμένος
- χρυσωπός
- χρύσωση
- χρυσωτής
- → δείτε τη λέξη χρυσός
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χρυσώνω | χρύσωνα | θα χρυσώνω | να χρυσώνω | χρυσώνοντας | |
β' ενικ. | χρυσώνεις | χρύσωνες | θα χρυσώνεις | να χρυσώνεις | χρύσωνε | |
γ' ενικ. | χρυσώνει | χρύσωνε | θα χρυσώνει | να χρυσώνει | ||
α' πληθ. | χρυσώνουμε | χρυσώναμε | θα χρυσώνουμε | να χρυσώνουμε | ||
β' πληθ. | χρυσώνετε | χρυσώνατε | θα χρυσώνετε | να χρυσώνετε | χρυσώνετε | |
γ' πληθ. | χρυσώνουν(ε) | χρύσωναν χρυσώναν(ε) |
θα χρυσώνουν(ε) | να χρυσώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χρύσωσα | θα χρυσώσω | να χρυσώσω | χρυσώσει | ||
β' ενικ. | χρύσωσες | θα χρυσώσεις | να χρυσώσεις | χρύσωσε | ||
γ' ενικ. | χρύσωσε | θα χρυσώσει | να χρυσώσει | |||
α' πληθ. | χρυσώσαμε | θα χρυσώσουμε | να χρυσώσουμε | |||
β' πληθ. | χρυσώσατε | θα χρυσώσετε | να χρυσώσετε | χρυσώστε | ||
γ' πληθ. | χρύσωσαν χρυσώσαν(ε) |
θα χρυσώσουν(ε) | να χρυσώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χρυσώσει | είχα χρυσώσει | θα έχω χρυσώσει | να έχω χρυσώσει | ||
β' ενικ. | έχεις χρυσώσει | είχες χρυσώσει | θα έχεις χρυσώσει | να έχεις χρυσώσει | ||
γ' ενικ. | έχει χρυσώσει | είχε χρυσώσει | θα έχει χρυσώσει | να έχει χρυσώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε χρυσώσει | είχαμε χρυσώσει | θα έχουμε χρυσώσει | να έχουμε χρυσώσει | ||
β' πληθ. | έχετε χρυσώσει | είχατε χρυσώσει | θα έχετε χρυσώσει | να έχετε χρυσώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν χρυσώσει | είχαν χρυσώσει | θα έχουν χρυσώσει | να έχουν χρυσώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χρυσώνομαι | χρυσωνόμουν(α) | θα χρυσώνομαι | να χρυσώνομαι | ||
β' ενικ. | χρυσώνεσαι | χρυσωνόσουν(α) | θα χρυσώνεσαι | να χρυσώνεσαι | ||
γ' ενικ. | χρυσώνεται | χρυσωνόταν(ε) | θα χρυσώνεται | να χρυσώνεται | ||
α' πληθ. | χρυσωνόμαστε | χρυσωνόμαστε χρυσωνόμασταν |
θα χρυσωνόμαστε | να χρυσωνόμαστε | ||
β' πληθ. | χρυσώνεστε | χρυσωνόσαστε χρυσωνόσασταν |
θα χρυσώνεστε | να χρυσώνεστε | (χρυσώνεστε) | |
γ' πληθ. | χρυσώνονται | χρυσώνονταν χρυσωνόντουσαν |
θα χρυσώνονται | να χρυσώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χρυσώθηκα | θα χρυσωθώ | να χρυσωθώ | χρυσωθεί | ||
β' ενικ. | χρυσώθηκες | θα χρυσωθείς | να χρυσωθείς | χρυσώσου | ||
γ' ενικ. | χρυσώθηκε | θα χρυσωθεί | να χρυσωθεί | |||
α' πληθ. | χρυσωθήκαμε | θα χρυσωθούμε | να χρυσωθούμε | |||
β' πληθ. | χρυσωθήκατε | θα χρυσωθείτε | να χρυσωθείτε | χρυσωθείτε | ||
γ' πληθ. | χρυσώθηκαν χρυσωθήκαν(ε) |
θα χρυσωθούν(ε) | να χρυσωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω χρυσωθεί | είχα χρυσωθεί | θα έχω χρυσωθεί | να έχω χρυσωθεί | χρυσωμένος | |
β' ενικ. | έχεις χρυσωθεί | είχες χρυσωθεί | θα έχεις χρυσωθεί | να έχεις χρυσωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει χρυσωθεί | είχε χρυσωθεί | θα έχει χρυσωθεί | να έχει χρυσωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε χρυσωθεί | είχαμε χρυσωθεί | θα έχουμε χρυσωθεί | να έχουμε χρυσωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε χρυσωθεί | είχατε χρυσωθεί | θα έχετε χρυσωθεί | να έχετε χρυσωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν χρυσωθεί | είχαν χρυσωθεί | θα έχουν χρυσωθεί | να έχουν χρυσωθεί |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ χρυσώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το «δηλώνω»
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)