χρωματίζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χρωματίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος χρωματίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

χρωματίζομαι

  1. παίρνω χρώμα από βαφή, με ζωγραφίζουν, με βάφουν
    Η στέγη δεν είναι καλά χρωματισμένη ενώ τα ανθρωπάκια και το σκυλάκι τα χρωμάτισες όλα πολύ ωραία
  2. (μεταφορικά) χαρακτηρίζομαι για την πολιτική μου τοποθέτηση

Κλίση[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]