χρωματίνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χρωματίνη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χρωματίνη θηλυκό
- βασικό συστατικό του πυρήνα των κυττάρων
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- χρωματίνη στη Βικιπαίδεια