χρωματική

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

χρωματική

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

θηλυκό η χρωματολογία, η μελέτης της χρωματικότητας και της φωτεινότητας

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]