χρωματουργός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χρωματουργός οι χρωματουργοί
      γενική του χρωματουργού των χρωματουργών
    αιτιατική τον χρωματουργό τους χρωματουργούς
     κλητική χρωματουργέ χρωματουργοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χρωματουργός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή χρωματουργός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χρωματουργός αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)