χρωματοφιλία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χρωματοφιλία οι χρωματοφιλίες
      γενική της χρωματοφιλίας των χρωματοφιλιών
    αιτιατική τη χρωματοφιλία τις χρωματοφιλίες
     κλητική χρωματοφιλία χρωματοφιλίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία el[επεξεργασία]

χρωματοφιλία < χρωματο- + -φιλία (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική chromatophilia

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χρωματοφιλία θηλυκό

  • (βιολογία) ιδιότητα των κυττάρων να αποκτούν χρώμα όταν εκτίθενται σε κάποια άλλη ουσία
    Χρησιμοποιώντας σαν κριτήριο την χρωματοφιλία τους και το μέγεθος των κοκκίων τους ταξινομούνται στις εξής ομάδες:
    - Ουδετερόφιλα: αυτά αποτελούν το 65% των λευκών αιμοσφαιρίων. Διαθέτουν φαγοκυτταρικές ιδιότητες , εξέρχονται από τα αγγεία όταν υπάρχει εισβολή μικροβίων και μετατρέπονται σε πυοσφαίρια στην μάχη εναντίον αυτών.
    - Εωσινόφιλα ή Ηωσινόφιλα: αποτελούν το 3 έως 4% όλων των λευκών αιμοσφαιρίων.
    (Αιμοδοσία και Εθελοντισμός, πτυχιακή εργασία, ΤΕΙ Δυτικής Ελλάδας, Πάτρα 2016, σελ. 23)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]