χρωμοφάν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χρωμοφάν < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χρωμοφάν ουδέτερο άκλιτο

  • αδιάσταλτη διαφανής επιφάνεια, πάνω στην οποία γίνεται σελιδοποίηση κειμένων και εικόνων που πρόκειται να εκτυπωθούν.

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]