χρωμο-
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χρωμο- < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή χρωμο- & διαγλωσσική ορολογία chromo-. Συγχρονικά αναλύεται σε χρώμ(α) + -ο-
- χρωμο- < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική chromo- < chrome ("χρώμιο") < αρχαία ελληνική χρῶμ(α) + -ο- & διαγλωσσική ορολογία chromo-[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /xɾo.mo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χρω‐μο-
Πρόθημα
[επεξεργασία]χρωμο-, χρωμό- (και χρωμ- πριν από φωνήεν)
- πρώτο συνθετικό σε σύνθετες λέξεις που αναφέρονται
Παράγωγα
[επεξεργασία]- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα χρωμο- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα χρωμό- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα χρωμ- στο Βικιλεξικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ δείτε τη λέξη χρώμα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ χρωμο- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χρωμο- < αρχαία ελληνική χρῶμ(α) + -ο-
Πρόθημα
[επεξεργασία]χρωμο-
- (ελληνιστική κοινή) πρώτο συνθετικό που δηλώνει χρώμα
Παράγωγα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη χρῶμα
Απόγονοι
[επεξεργασία]χρωμο- (αρχαία ελληνικά)
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από διαγλωσσικούς όρους (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Προθήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Προθήματα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με ετυμολογικούς απογόνους (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)