χρωμόσφαιρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χρωμόσφαιρα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χρωμόσφαιρα θηλυκό
- (αστρονομία) ζώνη της ατμόσφαιρας του ηλίου ανάμεσα στη φωτόσφαιρα και την κορώνα· έχει κοκκινωπό χρώμα και δύσκολα διακρίνεται με το μάτι εκτός κατά τη διάρκεια μιας ηλιακής έκλειψης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χρωμόσφαιρα