χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια < χρόνια + αποφρακτική + πνευμονοπάθεια (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική chronic obstructive pulmonary disease)
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια θηλυκό
- (ιατρική) προοδευτική πνευμονική νόσος που χαρακτηρίζεται από χρόνια απόφραξη των αεραγωγών, η οποία περιορίζει τη ροή του αέρα και προκαλεί δυσκολία στην αναπνοή, συχνά λόγω μακροχρόνιας έκθεσης σε ερεθιστικούς παράγοντες, όπως το κάπνισμα ή η ρύπανση
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια
Πηγές
[επεξεργασία]- πνευμονοπάθεια - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)