χρώζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χρώζω < χρώς
Ρήμα[επεξεργασία]
χρώζω ( & χρώννυμι & χρωννύω & ίσως χρᾠζω )
- αγγίζω μια επιφάνεια, τη σπιλώνω, τη μολύνω
- οὐ μήν ἑλίξας γ᾽ ἀμφὶ σόν χεῖρας γόνυ... σοί τ᾽ εὖ λέλεκται γόνατα μή χρῴζειν ἐμά, ἐγὼ δὲ ναίειν σ᾽ οὐκ ἐάσαιμ᾽ ἂν χθόνα: <ο Οιδίποδας προς τον Κρέοντα για να μην τον εξορίσει> όχι, δεν θα ξεπέσσω να τυλίξω τα χέρια μου στα γόνατά σου... -Κρ. Σωστά τα λες κι εσύ, να μη λερώσεις τα γονατά μου, σωστά κι εγώ που δεν σ' αφήνω να μείνεις σ' αυτό τον τόπο (Φοίνισσες, Ευριπίδη, 1625)
- ζωγραφίζω, χρωματίζω μια επιφάνεια
- χρωσθείς ὑπό τοῦ ἡλίου (Λουκιανός)