χτένα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

αρχαία νορμανδική χτένα από κόκαλο
χτένα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χτένα οι χτένες
      γενική της χτένας των χτενών
    αιτιατική τη χτένα τις χτένες
     κλητική χτένα χτένες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χτένα < χτένι + μεγεθυντικό επίθημα < μεσαιωνική ελληνική χτένι / κτένι(ν) < ελληνιστική κοινή κτένιον < αρχαία ελληνική κτείς (αρσενικό· γενική: του κτενός)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χτένα θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε και τη λέξη κτένα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]