χτυπημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χτυπημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος χτυπώ
Μετοχή[επεξεργασία]
χτυπημένος, -η, -ο
- που τον έχουν χτυπήσει
- που έχει χτυπηθεί
- λαβωμένος, τραυματισμένος