χτυποκαρδίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χτυποκαρδίζω < χτυποκάρδι
Ρήμα[επεξεργασία]
χτυποκαρδίζω
- χτυποκαρδώ, νιώθω αγωνία για κάτι, λαχταρώ, είτε από άγχος και αγωνία είτε για ευχάριστο λόγο (πιο συνηθισμένο στο προφορικό λόγο στον αόριστο με χτυποκάρδισες" ή "χτυποκάρδισα")
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χτυποκαρδίζω | χτυποκάρδιζα | θα χτυποκαρδίζω | να χτυποκαρδίζω | χτυποκαρδίζοντας | |
β' ενικ. | χτυποκαρδίζεις | χτυποκάρδιζες | θα χτυποκαρδίζεις | να χτυποκαρδίζεις | χτυποκάρδιζε | |
γ' ενικ. | χτυποκαρδίζει | χτυποκάρδιζε | θα χτυποκαρδίζει | να χτυποκαρδίζει | ||
α' πληθ. | χτυποκαρδίζουμε | χτυποκαρδίζαμε | θα χτυποκαρδίζουμε | να χτυποκαρδίζουμε | ||
β' πληθ. | χτυποκαρδίζετε | χτυποκαρδίζατε | θα χτυποκαρδίζετε | να χτυποκαρδίζετε | χτυποκαρδίζετε | |
γ' πληθ. | χτυποκαρδίζουν(ε) | χτυποκάρδιζαν χτυποκαρδίζαν(ε) |
θα χτυποκαρδίζουν(ε) | να χτυποκαρδίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χτυποκάρδισα | θα χτυποκαρδίσω | να χτυποκαρδίσω | χτυποκαρδίσει | ||
β' ενικ. | χτυποκάρδισες | θα χτυποκαρδίσεις | να χτυποκαρδίσεις | χτυποκάρδισε | ||
γ' ενικ. | χτυποκάρδισε | θα χτυποκαρδίσει | να χτυποκαρδίσει | |||
α' πληθ. | χτυποκαρδίσαμε | θα χτυποκαρδίσουμε | να χτυποκαρδίσουμε | |||
β' πληθ. | χτυποκαρδίσατε | θα χτυποκαρδίσετε | να χτυποκαρδίσετε | χτυποκαρδίστε | ||
γ' πληθ. | χτυποκάρδισαν χτυποκαρδίσαν(ε) |
θα χτυποκαρδίσουν(ε) | να χτυποκαρδίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χτυποκαρδίσει | είχα χτυποκαρδίσει | θα έχω χτυποκαρδίσει | να έχω χτυποκαρδίσει | ||
β' ενικ. | έχεις χτυποκαρδίσει | είχες χτυποκαρδίσει | θα έχεις χτυποκαρδίσει | να έχεις χτυποκαρδίσει | ||
γ' ενικ. | έχει χτυποκαρδίσει | είχε χτυποκαρδίσει | θα έχει χτυποκαρδίσει | να έχει χτυποκαρδίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε χτυποκαρδίσει | είχαμε χτυποκαρδίσει | θα έχουμε χτυποκαρδίσει | να έχουμε χτυποκαρδίσει | ||
β' πληθ. | έχετε χτυποκαρδίσει | είχατε χτυποκαρδίσει | θα έχετε χτυποκαρδίσει | να έχετε χτυποκαρδίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν χτυποκαρδίσει | είχαν χτυποκαρδίσει | θα έχουν χτυποκαρδίσει | να έχουν χτυποκαρδίσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χτυποκαρδίζω
|