χτύπημα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χτύπημα τα χτυπήματα
      γενική του χτυπήματος των χτυπημάτων
    αιτιατική το χτύπημα τα χτυπήματα
     κλητική χτύπημα χτυπήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χτύπημα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κτύπημα (κρότος, θόρυβος) με ανομοίωση [kt] > [xt][1] < κτυπέω / κτυπῶ < κτύπος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈxti.pi.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χτύ‐πη‐μα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χτύπημα ουδέτερο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]