χτύπο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈxti.po/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χτύ‐πο
- τονικό παρώνυμο: χτυπώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
χτύπο αρσενικό