χυδαιολόγημα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χυδαιολόγημα τα χυδαιολογήματα
      γενική του χυδαιολογήματος των χυδαιολογημάτων
    αιτιατική το χυδαιολόγημα τα χυδαιολογήματα
     κλητική χυδαιολόγημα χυδαιολογήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χυδαιολόγημα < χυδαιολογ(ώ) + -ημα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /çi.ðe.oˈlo.ʝi.ma/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χυδαιολόγημα ουδέτερο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]