χυλοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χυλοποίηση | οι | χυλοποιήσεις |
γενική | της | χυλοποίησης* | των | χυλοποιήσεων |
αιτιατική | τη | χυλοποίηση | τις | χυλοποιήσεις |
κλητική | χυλοποίηση | χυλοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, χυλοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χυλοποίηση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χυλοποίηση θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χυλοποίηση
|