χυλόπιτα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χυλόπιτα οι χυλόπιτες
      γενική της χυλόπιτας των (χυλόπιτων)
    αιτιατική τη χυλόπιτα τις χυλόπιτες
     κλητική χυλόπιτα χυλόπιτες
Συγκρίνετε με την κλίση του χυλοπίτα
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χυλόπιτα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χυλόπιτα (για το φαγητό). Μορφολογικά αναλύεται σε χυλ(ός) + -ό- + -πιτα[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /çiˈlo.pi.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χυ‐λό‐πι‐τα
τονικό παρώνυμο: χυλοπίτα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χυλόπιτα θηλυκό

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • έφαγε χυλόπιτα
  • έριξε χυλόπιτα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]