χυμίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χυμίζω < χυμός

Ρήμα[επεξεργασία]

χυμίζω

  • κάνω κάτι νόστιμο, βελτιώνω τη γεύση του