χυτλάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χυτλάζω < χύτλον

Ρήμα[επεξεργασία]

χυτλάζω

  1. αλείφω με υδρέλαιο κάποιον μετά το μπάνιο του
  2. ξαπλώνω, τεντώνω