χυτρισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χυτρισμός < αρχαία ελληνική χυτρισμός < χύτρα <χέω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χυτρισμός αρσενικό
- (ιστορία) εγκατάλειψη ενός βρέφους μέσα σε κάποια χύτρα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χυτρισμός
|