χωματίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χωματίζω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

χωματίζω

  • μαζεύω χώμα, καλύπτω με χώμα


Συνώνυμα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]