χωνεύτρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χωνεύτρα | οι | χωνεύτρες |
γενική | της | χωνεύτρας | — | |
αιτιατική | τη | χωνεύτρα | τις | χωνεύτρες |
κλητική | χωνεύτρα | χωνεύτρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χωνεύτρα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χωνεύτρα θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χωνεύτρα
|