χωνεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χωνεύω < μεσαιωνική ελληνική χωνεύω (παρόμοια σημασία) < ελληνιστική κοινή χωνεύω / χοανεύω < αρχαία ελληνική χόανος < χέω
Ρήμα
[επεξεργασία]χωνεύω (παθητική φωνή: χωνεύομαι)
- αναφέρεται στη διαδικασία της πέψης
- (μεταφορικά, με άρνηση) συμπαθώ κάποιον
- ⮡ Δεν τον χωνεύω καθόλου αυτόν τον υπερφίαλο άνθρωπο
- (μεταφορικά) κατανοώ τις αιτίες ενός γεγονότος και το αποδέχομαι
- ⮡ Δεν μπορώ να το χωνέψω ότι μου συμπεριφέρθηκε μ’ αυτόν τον τρόπο μετά από τόσα χρόνια φιλίας
Συγγενικά
[επεξεργασία]- αναχώνευση
- αχώνευτα
- αναχωνευτής
- αναχωνευτικός
- αναχωνεύω
- αργοχώνευτος
- ασυγχώνευτος
- αχωνευσία / αχωνεψιά
- αχώνευτα
- αχώνευτος
- δυσκολοχώνευτος
- ευκολοχώνευτος
- κακοχώνευτος
- κακοχωνεύω
- καλοχώνευτος
- καλοχωνεύω
- συγχώνευση
- συγχωνεύω
- χωνεμένος
- χωνεύομαι
- χωνευτήρι
- χωνευτικά
- χωνευτικός
- χωνευτός
- → δείτε τη λέξη χωνί
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χωνεύω
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χωνεύω < χοανεύω < αρχαία ελληνική χόανος < χέω
Ρήμα
[επεξεργασία]χωνεύω
- (ελληνιστική κοινή) ρίχνω λιωμένο μέταλλο σε ένα καλούπι, μειγνύω μέταλλα
- ⮡ χαλκὸν πρῶτοι καὶ ἀλάλματα ἐχωνεύσαντο
- λιώνω μέταλλο
- ⮡ ὑπὸ τοῦ πυρὸς κεχωνευμένος
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ρήματα (ελληνιστική κοινή)
- Ρηματικές φωνές (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)