χωρίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χωρίζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική χωρίζω < χωρίς[1] ή χῶρος[1]
Ρήμα[επεξεργασία]
χωρίζω (παθητικό: χωρίζομαι)
- (μεταβατικό) διασπώ κάτι στα μέρη του
- (μεταβατικό) απομακρύνω κάτι από κάτι άλλο
- κανείς δεν πρέπει να χωρίζει το παιδί από τη μάνα του
- (μεταβατικό) (ειδικότερα) σταματώ μια συμπλοκή μεταξύ δύο ατόμων
- δυο παιδιά τσακώνονταν στο προαύλιο και μπήκαν στη μέση οι δάσκαλοι να τους χωρίσουν
- σταματώ να βρίσκομαι σε ερωτική σχέση· παίρνω διαζύγιο (αν πρόκειται για γάμο)
- (αμετάβατο) ο Γιώργος χώρισε
- (αλληλοπαθές) ο Γιώργος και η Μαίρη χωρίσανε
- (μεταβατικό) η Μαίρη απείλησε το Γιώργο ότι θα τον χωρίσει
- (παθητικό) διαιρούμαι
- Χωρίστηκαν σε δυο στρατόπεδα
- Η περιουσία χωρίστηκε στα πέντε, γιατί δεν μπορούσαν να συννενοηθούν μεταξύ τους να το δώσουν αντιπαροχή
[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χωρίζω | χώριζα | θα χωρίζω | να χωρίζω | χωρίζοντας | |
β' ενικ. | χωρίζεις | χώριζες | θα χωρίζεις | να χωρίζεις | χώριζε | |
γ' ενικ. | χωρίζει | χώριζε | θα χωρίζει | να χωρίζει | ||
α' πληθ. | χωρίζουμε | χωρίζαμε | θα χωρίζουμε | να χωρίζουμε | ||
β' πληθ. | χωρίζετε | χωρίζατε | θα χωρίζετε | να χωρίζετε | χωρίζετε | |
γ' πληθ. | χωρίζουν(ε) | χώριζαν χωρίζαν(ε) |
θα χωρίζουν(ε) | να χωρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χώρισα | θα χωρίσω | να χωρίσω | χωρίσει | ||
β' ενικ. | χώρισες | θα χωρίσεις | να χωρίσεις | χώρισε | ||
γ' ενικ. | χώρισε | θα χωρίσει | να χωρίσει | |||
α' πληθ. | χωρίσαμε | θα χωρίσουμε | να χωρίσουμε | |||
β' πληθ. | χωρίσατε | θα χωρίσετε | να χωρίσετε | χωρίστε | ||
γ' πληθ. | χώρισαν χωρίσαν(ε) |
θα χωρίσουν(ε) | να χωρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χωρίσει | είχα χωρίσει | θα έχω χωρίσει | να έχω χωρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις χωρίσει | είχες χωρίσει | θα έχεις χωρίσει | να έχεις χωρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει χωρίσει | είχε χωρίσει | θα έχει χωρίσει | να έχει χωρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε χωρίσει | είχαμε χωρίσει | θα έχουμε χωρίσει | να έχουμε χωρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε χωρίσει | είχατε χωρίσει | θα έχετε χωρίσει | να έχετε χωρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν χωρίσει | είχαν χωρίσει | θα έχουν χωρίσει | να έχουν χωρίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χωρίζομαι | χωριζόμουν(α) | θα χωρίζομαι | να χωρίζομαι | ||
β' ενικ. | χωρίζεσαι | χωριζόσουν(α) | θα χωρίζεσαι | να χωρίζεσαι | (χωρίζου) | |
γ' ενικ. | χωρίζεται | χωριζόταν(ε) | θα χωρίζεται | να χωρίζεται | ||
α' πληθ. | χωριζόμαστε | χωριζόμαστε χωριζόμασταν |
θα χωριζόμαστε | να χωριζόμαστε | ||
β' πληθ. | χωρίζεστε | χωριζόσαστε χωριζόσασταν |
θα χωρίζεστε | να χωρίζεστε | (χωρίζεστε) | |
γ' πληθ. | χωρίζονται | χωρίζονταν χωριζόντουσαν |
θα χωρίζονται | να χωρίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χωρίστηκα | θα χωριστώ | να χωριστώ | χωριστεί | ||
β' ενικ. | χωρίστηκες | θα χωριστείς | να χωριστείς | χωρίσου | ||
γ' ενικ. | χωρίστηκε | θα χωριστεί | να χωριστεί | |||
α' πληθ. | χωριστήκαμε | θα χωριστούμε | να χωριστούμε | |||
β' πληθ. | χωριστήκατε | θα χωριστείτε | να χωριστείτε | χωριστείτε | ||
γ' πληθ. | χωρίστηκαν χωριστήκαν(ε) |
θα χωριστούν(ε) | να χωριστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω χωριστεί | είχα χωριστεί | θα έχω χωριστεί | να έχω χωριστεί | χωρισμένος | |
β' ενικ. | έχεις χωριστεί | είχες χωριστεί | θα έχεις χωριστεί | να έχεις χωριστεί | ||
γ' ενικ. | έχει χωριστεί | είχε χωριστεί | θα έχει χωριστεί | να έχει χωριστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε χωριστεί | είχαμε χωριστεί | θα έχουμε χωριστεί | να έχουμε χωριστεί | ||
β' πληθ. | έχετε χωριστεί | είχατε χωριστεί | θα έχετε χωριστεί | να έχετε χωριστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν χωριστεί | είχαν χωριστεί | θα έχουν χωριστεί | να έχουν χωριστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι χωρισμένος - είμαστε, είστε, είναι χωρισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν χωρισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν χωρισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι χωρισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι χωρισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι χωρισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι χωρισμένοι |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χωρίζω
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
χωρίζω
- διακρίνω, αποχωρίζω
- διαιρώ
- χωρίζεσθαι καὶ διασπᾶν
- (παθητικό) διαφέρω
- νόμοι κεχωρισμένοι τῶν ἄλλων ἀνθρώπων : νόμοι πολύ διαφοετικοί από των άλλων ανθρώπων
- γνῶμαι κεχωρισμέναι : οι απόψεις είχαν χωριστεί στα δυο, είχαν διχογνωμία, διαφορά απόψεων
- αποχωρίζομαι, παίρνω διαζύγιο
- κεχωρισμένη ἀπὸ τοῦ ἀνδρός (Πολύβιος)
[επεξεργασία]
- χωρισμός
- χωριστέον
- χωριστός
- οι Χωρίζοντες (οι λόγιοι που θεωρούσαν ότι η Ιλιάδα και η Οδύσσεια δεν είχαν τον ίδιο πατέρα)
Σύνθετα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- ↑ 1,0 1,1 1,2 1,3 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)