χωρίς προηγούμενο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη χωρίς και προηγούμενο
Έκφραση
[επεξεργασία]χωρίς προηγούμενο
- (ως επίθετο) πρωτοφανής
Συνώνυμα άνευ προηγουμένου
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χωρίς προηγούμενο