χωρίστρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χωρίστρα < χωρίζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χωρίστρα θηλυκό
- το κενό που αφήνει ανάμεσα σε τούφες μαλλιών το τράβηγμα της τσατσάρας καθώς διαχωρίζουμε με αυτήν το σύνολο των τριχών του κεφαλιού σε δύο μέρη