χωριάτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χωριάτα | οι | χωριάτες |
γενική | της | χωριάτας | — | |
αιτιατική | τη | χωριάτα | τις | χωριάτες |
κλητική | χωριάτα | χωριάτες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χωριάτα < χωριάτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -α
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /xoɾˈʝa.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χω‐ριά‐τα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χωριάτα θηλυκό
- (λαϊκότροπο, κυριολεκτικά & μεταφορικά) μορφή του χωριάτισσα, θηλυκό του χωριάτης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χωριάτα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -α, θηλυκό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)