χωριάτικα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χωριάτικα < → λείπει η ετυμολογία
Επίρρημα[επεξεργασία]
χωριάτικα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τα χωριάτικα (el) ουδέτερο (συνήθως μόνο πληθυντικός)
- η τοπολαλιά (μη αττική λαλιά) όσον αφορά κάθε παράμετρο:
- το λεξιλόγιο
- τον χειρισμό των λέξεων (πχ μεταβολές τους, αποκοπές κτλ.)
- την σύνταξη του λόγου
- την προφορά και τον επιτονισμό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χωριάτικα
|