χωρισμένος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χωρισμένος < → λείπει η ετυμολογία
Μετοχή
[επεξεργασία]χωρισμένος, -η, -ο
- που έχει χωριστεί
- (για συζύγους)
- που έχει χωρίσει, που δεν ζει πια μαζί με τον άλλο· (κατ’ επέκταση) που έχει πάρει διαζύγιο
- που έχει πάρει διαζύγιο