χωρόχρονος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χωρόχρονος οι χωρόχρονοι
      γενική του χωρόχρονου
χωροχρόνου
των χωρόχρονων
χωροχρόνων
    αιτιατική τον χωρόχρονο τους χωρόχρονους
χωροχρόνους
     κλητική χωρόχρονε χωρόχρονοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χωρόχρονος < χωρο- + χρόνος, μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Raumzeit[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χωρόχρονος αρσενικό και χωροχρόνος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]