χωρόχρονος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χωρόχρονος | οι | χωρόχρονοι |
γενική | του | χωρόχρονου & χωροχρόνου |
των | χωρόχρονων & χωροχρόνων |
αιτιατική | τον | χωρόχρονο | τους | χωρόχρονους & χωροχρόνους |
κλητική | χωρόχρονε | χωρόχρονοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χωρόχρονος < χωρο- + χρόνος, μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Raumzeit[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χωρόχρονος αρσενικό και χωροχρόνος
- η ενιαία δομή τεσσάρων διαστάσεων που σύμφωνα με τη θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν αποτελούν ο χώρος και ο χρόνος
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
- ↑ χωρόχρονος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα χωρο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)